- ὀλιγοεργές
- ὀλιγοεργήςof little strengthmasc/fem voc sgὀλιγοεργήςof little strengthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοεργής — ὀλιγοεργής, ές (Α) (για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυ εργής] … Dictionary of Greek